- αδιάβαστος
- -η, -ο [διαβάζω]1. (για μαθητές, σπουδαστές) αυτός που δεν διάβασε τα μαθήματά του, που δεν μελέτησε2. (γενικότερα) αυτός που δεν μελέτησε το θέμα, το αντικείμενο, με το οποίο ασχολείται ή πρόκειται να ασχοληθεί, και ιδιαίτερα ο αμελέτητος, ο απαράσκευος στο θέμα για το οποίο κάνει λόγο3. (για κείμενα, βιβλία κ.λπ.) αυτός που δεν διαβάστηκε ή που είναι δύσκολο ή και αδύνατο να διαβαστεί4. επίσης, ο δυσνόητος ή ανιαρός στην ανάγνωση5. αυτός που δεν τού διάβασε ο παπάς σχετική ευχή και, ειδικότερα για νεκρούς, αυτός που δεν τού έψαλε εκκλησιαστική ακολουθία.
Dictionary of Greek. 2013.